κατανύξῃ

κατανύξῃ
κατανύξηι , κατάνυξις
stupefaction
fem dat sg (epic)
κατανύσσομαι
aor subj mid 2nd sg
κατανύσσομαι
aor subj act 3rd sg
κατανύσσομαι
fut ind mid 2nd sg
κατανύσσω
stab
aor subj mid 2nd sg
κατανύσσω
stab
aor subj act 3rd sg
κατανύσσω
stab
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάνυξη — η συντριβή καρδιάς, έξαρση ψυχής, διέγερση ευσεβούς διάθεσης: Προσευχήθηκα με κατάνυξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάνυξη — η (AM κατάνυξις) 1. έξαρση τής ψυχής από ευσέβεια, βαθιά ευλάβεια, έκσταση 2. πρόκληση μεγάλης συγκίνησης αρχ. νάρκη, λήθαργος («ἐπότισας ἡμᾱς οἶνον κατανύξεως», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατανύσσω. Για τη σημασιολογική εξέλιξη τής λ. βλ. κατανύσσω] …   Dictionary of Greek

  • κατανυκτικός — ή, ό (AM κατανυκτικός, ή, όν) [κατανύσσω] 1. αυτός που επιφέρει κατάνυξη («κατανυκτική προσευχή») 2. αυτός που γίνεται με κατάνυξη (α. «κατανυκτικές δεήσεις» β. «κατανυκτική ησυχία») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κατανυκτικό(ν) είδος εκκλησιαστικού… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • ακατάνυκτος — ἀκατάνυκτος, ον (Μ) αυτός που δεν έχει αισθανθεί κατάνυξη, ο ασυγκίνητος 2. αυτός που δεν προκαλεί κατάνυξη, δεν συγκινεί 3. επίρρ. ἀκατανυκτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κατανυκτὸς < κατανύσσω] …   Dictionary of Greek

  • ευκατάνυκτος — εὐκατάνυκτος, ον (Μ) 1. αυτός που μετανοεί, που μεταμελείται εύκολα 2. εκείνος που εύκολα νιώθει θρησκευτική κατάνυξη. επίρρ... εὐκατανύκτως με μεγάλη κατάνυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα νυκτος (< κατα νύσσω), πρβλ. α κατά νυκτος, δυσ κατά… …   Dictionary of Greek

  • ψευτοκατάνυξη — η, Ν ψεύτικη, προσποιητή, υποκριτική κατάνυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεύτης + κατάνυξη] …   Dictionary of Greek

  • δυσκατάνυκτος — δυσκατάνυκτος, ον (Μ) φρ. («καρδία δυσκατάνυκτος») καρδιά που δύσκολα νιώθει κατάνυξη …   Dictionary of Greek

  • κατανυγή — κατανυγή, ἡ (Α) κατάνυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατανύσσω (παθ. αόρ. κατε νύγ ην)] …   Dictionary of Greek

  • κατανυγμός — κατανυγμός, ὁ (Α) [κατανύσσω] κατάνυξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”